-
1 βήμα
το 1) прям., перен. шаг;με ταχύ (σιγανό — или βραδύ) βήμα — быстрым (медленным) шагом;
βήμα σημειωτό — а) шаг на месте, б) перен. топтание на месте;
τα πρώτα βήματα первые шаги;κάνω ένα βήμα προς τα (ε)μπρός (προς τα πίσω) — делать шаг вперёд (назад);
κάνω το αποφασιστικό βήμα — делать решительный шаг;
επιταχύνω το βήμα — прибавить шагу, ускорить шаг;
επιβραδύνω το βήμα — замедлить шаг;
μετρώ πόσα
См. также в других словарях:
δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek